Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τοῦ ἀέρος

См. также в других словарях:

  • НИКИФОР ХУМН — (Νικηφόρος ὁ Χοῦμνος) (р. между 1250 и 1255 ум. 18 янв. 1327) визант. философ, богослов, писатель и гос. деятель. В центре филос. соч. Н. X. стоит выяснение отношения к Платону и Аристотелю с т. зр. христ. догматики. Критич. анализу платоновских… …   Философская энциклопедия

  • ROS — I. ROS Solino lunaris aspergo, Alcmani ἀέρος θυγάτηρ καὶ ςελάρας, Aeris filia et lunae. Unde vetus Poeta in Pervigilio; Humor ille, quem serenis astra sudant noctibus. Et roriflua Luna, in veter. Poetae Ragm. Quam nos rorifluam sectemur carmine… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Δημητρίου — I Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αναστάσιος. Καταγόταν από την Ήπειρο και πήρε μέρος σε πολλές πολεμικές επιχειρήσεις. Σκοτώθηκε στο Μεσολόγγι. 2. Απόστολος. Καταγόταν από την Αμβρακία και πολέμησε υπό τις διαταγές του Πανουργιά και του Δημητρίου …   Dictionary of Greek

  • στολή — η, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σπολά Α 1. ενδυμασία, ένδυμα, φορεσιά 2. (ειδικά) ομοιόμορφη ή διακριτική ενδυμασία που φοριέται με μια ορισμένη ευκαιρία ή από όσους ανήκουν σε μια τάξη, σε μια οργάνωση ή σε ένα επάγγελμα ή κατάγονται από ορισμένη περιοχή ή …   Dictionary of Greek

  • αερομέλι — το (Α ἀερόμελι, ιτος) μελιτώδες, κολλώδες και γλυκό έκκριμα τού εντόμου Coccus manniparus που παρασιτεί στα φυτά (φυτόψειρα). Άλλοτε τό χρησιμοποιούσαν συνήθως ως καθαρτικό. Σύμφωνα με το Ιστορ. Λεξ. Ακαδ. Αθ. πρόκειται για το «ἐκ τοῡ ἀέρος μέλι» …   Dictionary of Greek

  • аѥръ — АѤР|Ъ (69), А с. ἀήρ, ἀέρος 1.Воздух: вюсъ противоу земли. акинфъ же противоу аѥра, прапроуда же противоу водѣ (ἀντὶ τοῦ ἀέρος) ΓΑ XIII XIV, 28б; и птица(м) по аеру не бѣ лзѣ лѣтати. ЛЛ 1377, 153 об. (1223); и ѡ(т)вѣщавъ старець ре(ч). исполнилъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • στοιχειώδης — ες / στοιχειώδης, ῶδες ΝΑ [στοιχεῑον] αυτός που αποτελεί την πρώτη βάση, τα πρώτα στοιχεία, βασικός, θεμελιώδης (α. «η ελευθερία τού ατόμου είναι στοιχειώδες δικαίωμα» β. «στοιχειωδέστατον πάντων γῆ», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που απαιτείται ή… …   Dictionary of Greek

  • καθαριότητα — η (AM καθαριότης, Α και καθαρειότης) [καθάριος] 1. η ιδιότητα τού καθάριου, η πάστρα 2. παροιμ. «η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά» για να δηλωθεί πόσο σημαντικό είναι το να είναι κάποιος καθαρός αρχ. 1. διαύγεια («καθαρειότης του ἀέρος», Θεόφρ.) …   Dictionary of Greek

  • υπέρχομαι — ΜΑ 1. περιέρχομαι, τίθεμαι υπό την εξουσία κάποιου («τὸν αὐτὸν θεὸν ὑπιών», Πρόκλ.) 2. υιοθετώ («ὑπελθὼν τὴν πρὸς ἡμᾱς ὁμοίωσιν», Κύριλλ.) 3. δοκιμάζω εμπειρία, αποκτώ εμπειρία («χρησίμην ὑπελθὼν τὴν οἰκονομίαν», Ευσ.) 4. αναλαμβάνω, επιτελώ (α.… …   Dictionary of Greek

  • αερομεταφερόμενος — η, ο (μτχ. τού υποθετικού αερομεταφέρομαι) ο μεταφερόμενος διά τού αέρος …   Dictionary of Greek

  • аѥровъ — (1*) пр. к аѥръ в 1 знач.: ˫ако бо аѥрово ѥстьство несловесно ѥсть... аѥръ же несловесенъ и неразоумивъ (τοῦ ἀέρος) ΓΑ XIII XIV, 44а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»